ἀραῖος

ἀραῖος
ἀραῖος [ᾰ], α, ον, also ος, ον S.Ant.867 (lyr.): ([etym.] ἀρά):
I [voice] Pass., prayed to or entreated, Ζεὺς ἀ., = ἱκέσιος, S.Ph.1182 (lyr.).
2 prayed against, accursed,

γονά A.Ag.1565

(lyr.);

πότμος ἀ. ἐκ πατρός Id.Th.898

(lyr.); μ' ἀραῖον ἔλαβες you adjured me under a curse, S. OT276.
II [voice] Act., cursing, bringing mischief upon, c. dat.,

φθόγγος ἀ. οἴκοις A.Ag.237

(lyr.);

δόμοις ἀ. S.OT1291

, cf. E.Med.608, IT 778;

ἀ. γονεὺς ἐκγόνοις ὡς οὐδεὶς ἕτερος ἄλλος Pl.Lg.931c

: abs., A. Ag.1398, S.Tr.1202.—Almost confined to Trag., exc. Pl.l.c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀραῖος — prayed to masc nom sg ἀραῖος prayed to masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁραιός — ἀραιός , ἀραιός thin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραίος — ἀραῑος, α, ον και ος, ον (Α) [αρά] 1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν 2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες 3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος …   Dictionary of Greek

  • αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀραιός — thin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η …   Dictionary of Greek

  • ἀραῖον — ἀραῖος prayed to masc acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg ἀραῖος prayed to masc/fem acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιά — ἀραιός thin neut nom/voc/acc pl ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc/acc dual ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιῶν — ἀραιός thin fem gen pl ἀραιός thin masc/neut gen pl ἀραιόω make porous pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act masc nom sg ἀραιόω make porous… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιόν — ἀραιός thin masc acc sg ἀραιός thin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραῖα — ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”